ἐπάρατον

ἐπάρατον
ἐπάρᾱτον , ἐπάρατος
accursed
masc/fem acc sg
ἐπάρᾱτον , ἐπάρατος
accursed
neut nom/voc/acc sg
ἐπά̱ρατον , ἐπαίρω
lift up and set on
aor imperat act 2nd dual
ἐπά̱ρατον , ἐπαίρω
lift up and set on
aor ind act 2nd dual (doric aeolic)
ἐπά̱ρατον , ἐπαίρω
lift up and set on
aor ind act 2nd dual (homeric ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • εξάγιστος — ἐξάγιστος, ον (Α) 1. (για πρόσ. και άψυχα) επάρατος, καταραμένος, πονηρός, αχρείος («καὶ τὸν λιμένα τὸν ἐξάγιστον καὶ ἐπάρατον», Αισχίν.) 2. (για πράγμ.) μολυσμένος, ακάθαρτος («ἀσκοὶ ἐξάγιστοι», επιγρ.) 3. αυτός που αναφέρεται στη θρησκεία («ἅ δ …   Dictionary of Greek

  • επάρατος — η, ο (AM ἐπάρατος, ον) νεοελλ. απαίσιος, φοβερός, μισητός («η επάρατη κατοχή») αρχ. μσν. επικατάρατος, καταραμένος, βεβαρημένος με αρά, με κατάρα («ἐπάρατον ἐποιήσαντο», Θουκ. «τοὺς ἀμελήσαντας ἐπαράτους τῷ Διί... εἶναι», Δίων Κάσσ.). [ΕΤΥΜΟΛ.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”